υπερθεματιστής

υπερθεματιστής
ο лицо, набавляющее, перебивающее цену (на торгах);

ο τελευταίος υπερθεματιστής — лицо, предложившее наивысшую цену


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υπερθεματιστής" в других словарях:

  • υπερθεματιστής — ο / ὑπερθεματιστής, ΝΜ [ὑπερθεματίζω] πλειοδότης …   Dictionary of Greek

  • υπερθεματιστής — ο αυτός που υπερθεματίζει σε πλειστηριασμό, ο πλειοδότης: Η κατακύρωση έγινε στον τελευταίο υπερθεματιστή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»